- υποσυγχεω
- ὑποσυγχέωὑπο-συγχέωсливать, смешивать
ὑποσυγκεχυμένος Arst., Luc. — смешанный, спутанный
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑποσυγκεχυμένος Arst., Luc. — смешанный, спутанный
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υποσυγχέω — Α [συγχέω] συγχέω κάπως («ὑποσυγκεχυμέναι φωναί», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
ὑποσυγχέουσι — ὑποσυγχέω confuse pres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) ὑποσυγχέω confuse pres ind act 3rd pl (epic doric ionic) ὑποσυγχέω confuse pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποσυγχέω confuse pres ind act 3rd pl (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσυγκεχυμένα — ὑποσυγχέω confuse perf part mp neut nom/voc/acc pl ὑποσυγκεχυμένᾱ , ὑποσυγχέω confuse perf part mp fem nom/voc/acc dual ὑποσυγκεχυμένᾱ , ὑποσυγχέω confuse perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσυγκεχυμέναι — ὑποσυγχέω confuse perf part mp fem nom/voc pl ὑποσυγκεχυμένᾱͅ , ὑποσυγχέω confuse perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσυγκεχυμένον — ὑποσυγχέω confuse perf part mp masc acc sg ὑποσυγχέω confuse perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσυγκεχυμένων — ὑποσυγχέω confuse perf part mp fem gen pl ὑποσυγχέω confuse perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσυγχέοντες — ὑποσυγχέω confuse pres part act masc nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) ὑποσυγχέω confuse pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσυγκεχυμένην — ὑποσυγχέω confuse perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσυγκεχυμένοις — ὑποσυγχέω confuse perf part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσυγκεχυμένος — ὑποσυγχέω confuse perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσυγκεχυμένως — ὑποσυγχέω confuse perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)